Η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στη Θεοδούλου απέρριψε την αγωγή που είχε καταχωρηθεί από γονείς μοναχού εναντίον του Μητροπολίτη Λεμεσού, της Μονής Μαχαιρά και του Ηγουμένου αυτής, της Εκκλησίας της Κύπρου και του Γενικού Εισαγγελέα και με την οποία υπήρχε αίτημα, μεταξύ άλλων για αποζημιώσεις για παράβαση του δικαιώματος οικογενειακής ζωής, διάταγμα που να τερματίζει την αθέμιτη παρεμπόδιση του υιού να ασκήσει τα δικαιώματα ελεύθερης μετακίνησής του και δήλωση ότι υπήρξε αθέμιτος επηρεασμός του. Για τη συμπλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας, αναλώθηκαν πέραν των 50 δικασίμων ενώπιον Προέδρου Επαρχιακού Δικαστηρίου, περισσότερο δηλαδή από το 25% των συνολικών δικασίμων κατ’ έτος. Αιτία, καθώς φαίνεται από το κείμενο της απόφασης, υπήρξε η πληθώρα μαρτύρων και οι πολυήμερες αντεξετάσεις αυτών. Η κυρίως εξέταση της Ενάγουσας, μητέρας του μοναχού, διήρκεσε τέσσερις ημέρες και η αντεξέτασή της οκτώ, ενώ η αντεξέταση του βασικού μάρτυρα των Εναγομένων, δηλαδή του ίδιου του μοναχού, διήρκεσε επίσης οκτώ δικασίμους. Το Δικαστήριο είχε προτιμήσει να αφήσει ευρύ πεδίο στους μάρτυρες να εκφραστούν ως οι ίδιοι επιθυμούσαν ώστε να υπάρξει, όπως αναφέρει ομαλή εξέλιξη στη διαδικασία. Βέβαια, όπως φαίνεται και από την αξιολόγηση της μαρτυρίας, μεγάλο μέρος του μαρτυρικού υλικού που κατατέθηκε από μάρτυρες δεν έγινε αποδεκτό διότι συνιστούσε μαρτυρία γνώμης και όχι γεγονότα εφόσον δεν γνώριζαν στην πραγματικότητα τι ώθησε τον μοναχό να στραφεί προς τον μοναχισμό.
Το Δικαστήριο κατέληξε ότι υπήρξε σταδιακή μεταστροφή του μοναχού από ένα κοσμικό άτομο, εθνικά, πολιτικά και κοινωνικά ευαισθητοποιημένο, στην πνευματικότητα που ενέχει ο μοναχικός βίος με την τήρηση αυστηρών κανόνων, ιεραρχίας, πειθαρχίας και ωραρίων, μεταστροφή που υπήρξε αποτέλεσμα συνειδητής και ελεύθερης βούλησης του και δεν έγινε κατόπιν ελέγχου της σκέψης του, πλύσης εγκεφάλου και προσηλυτισμού από πλευράς του Μητροπολίτη Αθανασίου ο οποίος του αφαίρεσε κάθε ελευθερία πνεύματος και τον κατέστησε πλήρες έρμαιο του, ως ο ισχυρισμός των Εναγόντων. Κατά συνέπεια απέρριψε με ένα αρκετά συνοπτικό λεκτικό την αγωγή ως αβάσιμη, ενόψει της μη απόδειξης της θέσης των Εναγόντων.
Σε μια απόφαση που υπερβαίνει τις 15.000 λέξεις, η ανάλυση των καθαρά νομικών πτυχών περιορίζεται σε 365 λέξεις, μόλις το 2.5% του συνολικού κειμένου, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι το Δικαστήριο δεν απασχόλησαν οποιαδήποτε ιδιαίτερα νομικά ζητήματα, ενόψει της σαφούς κατάληξής του ότι δεν είχε αποδειχθεί πλύση εγκεφάλου στη βάση του μαρτυρικού υλικού.
Στις 25.1.2019 είχε εκδοθεί η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στην αγωγή 4472/10, Νεάρχου, που αφορούσε σε παρόμοιες αξιώσεις με την παρούσα. Είχα τότε σχολιάσει (Α.Κ. Αιμιλιανίδης, ‘Σχόλια στις Αποφάσεις Ε.Δ. Λευκωσίας ημερ. 25.1.2019’ (2019) ΙΖ΄ 1 Νομοκανονικά: 183-208) τα ακόλουθα:
«Οι γονείς μοναχού αξίωσαν δικαστικώς θεραπεία σε βάρος της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου για κατ’ ισχυρισμό συνωμοσία με τον Μητροπολίτη Λεμεσού ώστε να επέμβουν στα ατομικά δικαιώματά τους, ζητώντας την απελευθέρωση του υιού τους από τον «έλεγχο του καταπιεστικού καθεστώτος μοναχισμού και τη χρήση ηθικής, ψυχικής, πνευματικής βίας και/ή εξαναγκασμού και/ή πλύσης εγκεφάλου». Το πρωτοβάθμιο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας απέρριψε, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, την αξιοπιστία της προσκομισθείσας μαρτυρίας από πλευράς των γονέων και έκρινε ότι ο μοναχός είχε ελεύθερα και αυτόνομα αποφασίσει όπως ακολουθήσει το μοναχισμό και ότι κατά τα δεκαεπτά έτη του μοναχισμού του δεν είχε μετανιώσει καθόλου για αυτή του την επιλογή. Ορθά το Δικαστήριο έκρινε ότι αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα ενός προσώπου να ακολουθήσει τον δρόμο του μοναχισμού και να ζει με τον τρόπο που ο ίδιος αυτόβουλα επέλεξε. Η αποτυχία των Εναγόντων να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει στην απόρριψη της αγωγής. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η παραπομπή από το Δικαστήριο στη νομολογία του ΕΔΔΑ (ιδιαίτερα στην Sijakova v. FYROM, αλλά και στην απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής ημερ. 6.10.2003 στην Αίτηση 1144/2003.
Στο κυπριακό δίκαιο ο προσηλυτισμός με την έννοια της χρήσης φυσικής ή ηθικής βίας με σκοπό τον εξαναγκασμό του ατόμου να μεταβάλει τη θρησκεία του ή να εμποδιστεί να τη μεταβάλει απαγορεύεται, σύμφωνα με το άρθρο 18 § 5 του Συντάγματος, το οποίο ισχύει προς όφελος κάθε θρησκείας. Ουδέποτε όμως ψηφίστηκε νομοθεσία που να καθιστά ποινικό αδίκημα τον προσηλυτισμό και κατά συνέπεια δεν μπορούν να υπάρξουν διώξεις για αδίκημα προσηλυτισμού, εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 12 § 1 του Συντάγματος, το οποίο ανταποκρίνεται στο άρθρο 7 της Ε.Σ.Δ.Α., δεν μπορεί να υπάρξει ποινική καταδίκη χωρίς νόμο. Στην προκειμένη περίπτωση ορθώς παρατηρείται ότι δεν τίθεται εν πάση περιπτώσει ζήτημα εξαναγκασμού μεταβολής θρησκείας διά της χρήσης βίας, εφόσον η επιλογή μοναχισμού δεν συνιστά μεταβολή θρησκείας. Το δικαίωμα στη θρησκευτική ελευθερία περιλαμβάνει βεβαίως το δικαίωμα έκαστου προσώπου να επιλέγει την μοναχική οδό και η όποια πικρία ή απογοήτευση των γονέων για αυτή την επιλογή δεν μπορεί να τους παράσχει δικαίωμα για νομικής φύσης αξιώσεις».